- πολιούχος
- (I)-ο / πολιοῡχος, -ον, ΝΜΑ, και πολίοχος, -ον, επικ. τ. πολιήοχος, δωρ. τ. πολιάοχος, λακων. τ. πολιᾱχος, -ον, Α(για θεό, άγιο ή ήρωα) αυτός που έχει υπό την προστασία του μια πόληνεοελλ.(το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η πολιούχοςάγιος τής Εκκλησίας, προστάτης πόλης ή χωριού στον οποίο είναι αφιερωμένος ο κεντρικός ναός και προς τιμήν τού οποίου γίνονται πανηγυρικές εκδηλώσεις κατά την ημέρα τής εορτής τουμσν.προσωνυμία τού Αδάμ ως φύλακα τού παραδείσου.[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλις + -οῦχος* (< ἔχω)].————————(II)-ον, Ααυτός που έχει ψαρά μαλλιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός + -οῦχος* (< ἔχω)].
Dictionary of Greek. 2013.